- ἀποδιδόντος
- ἀποδίδωμιgive uppres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμψηφίζω — ἐμψηφίζω (Α) 1. συναριθμώ 2. «ὅταν δανειστὴς ἀποδιδόντος χρεώστου μὴ εὐθέως ἀναλαμβάνῃ τὸ ὄφλημα», (Ησύχ.) … Dictionary of Greek